- καποδιστριακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στον Ιωάννη Καποδίστρια ή αυτός που ονομάστηκε για χάρη του: Έβγαλε το Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καποδιστριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρώτο κυβερνήτη τής Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια ή ονομάστηκε προς τιμήν του («Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Καποδίστριας. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στην εφημερίδα Αθηνά] … Dictionary of Greek